θανατώνω — θανατώνω, θανάτωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θανατώνω — (AM θανατῶ, όω) [θάνατος] 1. επιφέρω σε κάποιον τον θάνατο, σκοτώνω (α. «παρά μικρόν δέν ἔλειψεν ἵνα μὲ θανατώσουν», Πρόδρ. β. «τὸν μὲν ἔφερε θανατώσων παῖδα», Ηρόδ.) 2. καταστρέφω, αφανίζω, συντρίβω 3. μέσ. θανατώνομαι και θανατούμαι, όομαι… … Dictionary of Greek
θανατώ — (I) θανατῶ, άω (Α) [θάνατος] 1. επιθυμώ να πεθάνω 2. είμαι ετοιμοθάνατος. (II) θανατῶ, έω (Μ) [θάνατος] προκαλώ τον θάνατο, θανατώνω. (III) (AM θανατῶ, όω) [θάνατος] βλ. θανατώνω … Dictionary of Greek
κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… … Dictionary of Greek
αθανάτωτος — η, ο [θανατώνω] 1. αυτός που δεν θανατώθηκε 2. που δεν πληγώθηκε από θανάτους δικών του ανθρώπων … Dictionary of Greek
αναιρώ — ( έω) (Α ἀναιρῶ) 1. ανατρέπω επιχειρήματα ή κατηγορία, ανασκευάζω, αντικρούω 2. καταργώ, ακυρώνω, ανακαλώ 3. αθετώ, αρνούμαι 4. θανατώνω, φονεύω (ειδ. στα νεοελλ. «φονεύω απρομελέτητα σε βρασμό ψυχικής ορμής») αρχ. Ι. (ενεργ. και μέσ.) 1. σηκώνω… … Dictionary of Greek
ανασταυρώ — ἀνασταυρῶ ( όω) (Α) 1. ανασκολοπίζω, παλουκώνω 2. θανατώνω με σταύρωση, σταυρώνω … Dictionary of Greek
αναχρώμαι — ἀναχρῶμαι ( άομαι) (Α) [χρώμαι] 1. δαπανώ, ξοδεύω 2. φονεύω, θανατώνω 3. (γενικά) καταστρέφω … Dictionary of Greek
αντιθανατώ — ἀντιθανατῶ ( άω) (Μ) θανατώνω κι εγώ … Dictionary of Greek
απαγχονίζω — (AM ἀπαγχονίζω) θανατώνω κάποιον με αγχόνη, κρεμώ κάποιον από τον λαιμό με θηλειά αρχ. απαλλάσσω από την αγχόνη κάποιον, του λύνω τη θηλειά … Dictionary of Greek